ωόπλασμα

ωόπλασμα
το см. ωό σώμα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ωόπλασμα" в других словарях:

  • ωόπλασμα — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται το κυτταρικό σώμα ή κυτόσωμα του ωαρίου, το οποίο αποτελείται από πρωτόπλασμα και λέκιθο. Το ω. ονομάζεται και ωόσωμα …   Dictionary of Greek

  • περίπλασμα — άσματος, το, ΝΜΑ [περιπλάσσω] νεοελλ. βιολ. λεπτό περιφερειακό στρώμα τού κυτταροπλάσματος τού αβγού τών εντόμων που διακρίνεται από το κεντρικό ωόπλασμα μσν. αλοιφή, επίχρισμα («τὸ ἐκ ψιμυθίου περίπλασμα», Ευστ.) αρχ. μτφ. το ανθρώπινο σώμα («μὴ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»